- εξαποδύνω
- ἐξαποδύνω (Α)βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ' ἐξαπέδυνε» — έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποδύνω «γδύνω», παράλλ. τ. τού απο-δύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαπέδυνε — ἐξαπέδῡνε , ἐξαποδύνω put off aor ind act 3rd sg ἐξαπέδῡνε , ἐξαποδύνω put off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπέδυνεν — ἐξαπέδῡνεν , ἐξαποδύνω put off aor ind act 3rd sg ἐξαπέδῡνεν , ἐξαποδύνω put off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποδύσηται — ἐξαποδύ̱σηται , ἐξαποδύνω put off aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)